ἀνεψιός

ἀνεψιός
ἀνεψιός, οῦ, ὁ (Hom. et al.) cousin (IG IV2/1, 693, 4 [III A.D.]; ISyriaW 2053c; PLond III, 1164k, 20, p. 167 [212 A.D.]; PTebt 323, 13; Sb 176 ἀ. πρὸς πατρός and πρὸς μητρός; Num 36:11; Tob 7:2; Philo, Leg. ad Gai. 67; Jos., Bell. 1, 662, Ant. 1, 290; 15, 250 al.) Μᾶρκος ὁ ἀ. Βαρναβᾶ Col 4:10. JKalitsunakis, Mittel-u. neugriech. Erklärungen bei Eustathius 1919, 42ff.—B. 116; 118. DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνεψιός — first cousin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεψιοῖο — ἀνεψιός first cousin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῖς — ἀνεψιός first cousin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοί — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῦ — ἀνεψιός first cousin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιούς — ἀνεψιός first cousin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιέ — ἀνεψιός first cousin masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιῷ — ἀνεψιός first cousin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιόν — ἀνεψιός first cousin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιώ — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”